- κουφολογῆσαι
- κουφολογέωtalk lightlyaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουφολογώ — κουφολογῶ, έω (Α) [κουφολόγος] μιλώ απερίσκεπτα, λέγω ανοησίες («τοῑς μὲν ἔδοξε κουφολογῆσαι νεανικῶς», Αππ.) … Dictionary of Greek